- χιονέα
- χιονέᾱ , χιόνεοςsnowyfem nom/voc/acc dualχιονέᾱ , χιόνεοςsnowyfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χιονέα — η, Ν ζωολ. παλαιότερη ονομασία γένους δίπτερων βραχύκερων εντόμων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. chionea] … Dictionary of Greek
χιονέας — χιονέᾱς , χιόνεος snowy fem acc pl χιονέᾱς , χιόνεος snowy fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χιόνεος — έα, ον, ΜΑ, και ιων. τ. θηλ. χιονέη Α όμοιος με χιόνι, χιονάτος, χιονώδης («χιονέα πρόσωπα», Ανθ. Παλ.) αρχ. αυτός που αποτελείται από χιόνι («χιόνεαι νιφάδες», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + κατάλ. εος (πρβλ. χρύσ εος)] … Dictionary of Greek